- ανύπανδρος
- ος , ον , ανύπαντρος, η , ο неженатый, холостой; незамужняя;
§ ανύπα βασιλικός όπου κ' άν πάει μυρίζει — погов. холостяк везде желанный гость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ ανύπα βασιλικός όπου κ' άν πάει μυρίζει — погов. холостяк везде желанный гость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηίθεος — ἠίθεος και συνηρ. τ. ήθεος, δωρ. φθεος, αιολ. ἠΐθεος, ό και σπαν. θηλ. ἠϊθέη (Α) 1. άγαμος, ανύπαντρος νέος, νέος που βρίσκεται σε ώρα γάμου, το παλικάρι («ἵστασαν χορούς παρθένων τε καὶ ἠϊθέων», Ηρόδ.) 2. οι θεωροί που στέλνονταν στη Δήλο 3.… … Dictionary of Greek
παλληκάρι — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ραφταναίων. * * * και παληκάρι και παλικάρι, το (Μ παλληκάριον και παλλικάριον) γενναίος, τολμηρός, υπερήφανος και μαχητικός άνδρας,… … Dictionary of Greek